πλέκει

πλέκει
πλέκος
wicker-work
neut nom/voc/acc dual (attic epic)
πλέκεϊ , πλέκος
wicker-work
neut dat sg (epic ionic)
πλέκος
wicker-work
neut dat sg
πλέκω
plait
pres ind mp 2nd sg
πλέκω
plait
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • плести — ПЛЕ|СТИ (39), ТОУ, ТЕТЬ гл. Плести, сплетать: рѹкама своима дѣлахѹть дѣло. ово ли копытьца плетѹще и клобѹкы и ина рѹчьна˫а дѣла стро˫аще. ЖФП XII, 36а; и въземъ ваи˫а ѿ фюника и показахъ има начинани˫а и начаткы. и рѣхъ има тако плѣтита кошницѣ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • σακκοπλόκος — ον, Α 1. αυτός που πλέκει, που υφαίνει σάκους 2. αυτός που πλέκει στραγγιστήρια ή λεπτά κόσκινα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + πλοκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος] …   Dictionary of Greek

  • PAPYRUS Phleus seu vulgaris — ob similirudinem cum Papyro planta Nilotica, scirpus dictus est. Vetus Auctor Glossarum, Scirpus, φλοῦς πάπυρος. Strabo l. 5. τόφη τε καὶ πάπυρος ἀνθήλη τε πολλὴ κατακομίζεται ποταμοῖς ἐις τὴν Πὥμην, ubi πάπυρος i. e. quod antiqui Attici φλεὼ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αισχροπλόκος — ον αυτός που πλέκει, που σχεδιάζει ή γράφει αισχρότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αισχρὸς + πλοκος < πλέκω. ΠΑΡ. αισχροπλοκία] …   Dictionary of Greek

  • βεργωτής — ο (θηλ. βεργώτρα, η) [βεργώνω] 1. αυτός που πλέκει καλάθια με βέργες 2. εκείνος που στηρίζει με βέργες κλώνους που γέρνουν προς τα κάτω …   Dictionary of Greek

  • γαϊτανάς — ο 1. αυτός που πλέκει ή πουλά γαϊτάνια 2. αυτός που διακοσμεί τις άκρες υφασμάτων με γαϊτάνια 3. ειρων. ο δεκανέας …   Dictionary of Greek

  • δαντελάς — ο (θηλ. δαντελού, η) αυτός που πλέκει ή πουλά δαντέλες …   Dictionary of Greek

  • δικτυοπλόκος — δικτυοπλόκος, ον (Α) αυτός που πλέκει ή κατασκευάζει δίκτυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκτυον + πλοκος < πλόκος < πλέκω (πρβλ. δολοπλόκος, στεφανηπλόκος)] …   Dictionary of Greek

  • δολοπλόκος — α, ο (AM δολοπλόκος, ον) αυτός που πλέκει δόλους, που εξυφαίνει πανούργα σχέδια …   Dictionary of Greek

  • ζωνιοπλόκος — ζωνιοπλόκος, ον (Μ) αυτός που πλέκει ή κεντά και στολίζει ζώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζώνιον + πλοκος (< πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος, στιχο πλόκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”